πρόσριζος

πρόσριζος
πρόσριζος, ον,
A at the root, v.l. for πρόρριζος in Arist.HA616a2 and App.Fr.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόσριζος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά στη ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ρίζος (< ῥίζα)] …   Dictionary of Greek

  • πρόσριζα — πρόσριζος at the root neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”